ἀγαθοεργῶν

ἀγαθοεργῶν
ἀγαθοεργέω
do good
pres part act masc nom sg (attic epic doric)
ἀγαθοεργός
doing good
masc/fem/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Βικέντιος του Παύλου — (Vincent de Paul, Γκασκονί 1581 – 1660).Γάλλος ιερωμένος, άγιος της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας. Μορφώθηκε σε μοναστήρι Φραγκισκανών και αργότερα φοίτησε στο πανεπιστήμιο της Τουλούζ. Το 1600 χειροτονήθηκε ιερέας. Σύμφωνα με μια παράδοση, σε ένα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”